- ξενολεκτώ
- ξενολεκτῶ, -έω (Α)χρησιμοποιώ παράξενη γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λεκτῶ (-λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο-λεκτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξενολεξία — ξενολεξία, ἡ (Α) [ξενολεκτώ] παράξενη ή αιρετική ομιλία … Dictionary of Greek